ὑγείας

ὑγείας
ὑγείᾱς , ὕγειος
sound
fem acc pl
ὑγείᾱς , ὕγειος
sound
fem gen sg (attic doric aeolic)
ὑγείᾱς , ὑγεία
fem acc pl (ionic)
ὑγείᾱς , ὑγεία
fem gen sg (attic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας — Εξειδικευμένη υπηρεσία του OHE η οποία αποσκοπεί στην επίτευξη για όλους τους ανθρώπους του υψηλότερου δυνατού επιπέδου υγείας (άρ. 1 του καταστατικού του OHE). Ιδρύθηκε το 1948, όταν το καταστατικό της επικυρώθηκε από 26 κράτη μέλη του OHE, και… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινή — (Ιατρ.). Κλάδος της ιατρικής, που μελετά αφενός τα αίτια των νόσων και τις μεθόδους καταπολέμησής τους, και αφετέρου τα μέσα που πρέπει να ληφθούν για να ενισχυθεί η άμυνα του οργανισμού κατά των νοσογόνων παραγόντων. Οι επιστημονικές βάσεις της… …   Dictionary of Greek

  • υγιεινός — ή, ό/ ὑγιεινός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αυτός που συντελεί στη διατήρηση τής υγείας ενός οργανισμού (α. «υγιεινό κλίμα» β. «περί τε τῶν νοσηρῶν χωρίων καὶ τῶν ὑγιεινῶν», Ξεν.) 2. (για τροφή) θρεπτικός (α. «τα φρούτα είναι υγιεινή τροφή» β. «τῶν σιτίων τοῑς …   Dictionary of Greek

  • βλάβη — Η κατά παράβαση του νόμου, ή συμβατικής υποχρέωσης, πρόκληση ζημίας σε άλλο πρόσωπο. Προϋποτίθεται ότι μεσολάβησε προσβολή ενός ξένου συμφέροντος που προστατεύεται από το δίκαιο. Η προσβολή αυτή μπορεί να προέρχεται είτε από τη μη εκπλήρωση… …   Dictionary of Greek

  • πανεπιστήμιο — Σύνολο σχολών και ανώτερων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, με σκοπό την καλλιέργεια και παροχή επιστημονικής γνώσης. Ιστορία. Μπορεί να υπήρχαν σχολές για ανώτερη μόρφωση και στην κλασική εποχή στην Ελλάδα και στη Ρώμη, δεν είχαν όμως οργάνωση με μόνιμο …   Dictionary of Greek

  • υγεία — Αρχαία ελληνική θεότητα, προσωποποίηση της υγείας του σώματος και της ψυχής. Ως αρχαιότερο κέντρο λατρείας της αναφέρεται η Τιτάνη στη Σικυώνα, όπου βρισκόταν ιερό του Ασκληπιού και της Υ. Αναφέρεται ότι ο Aρίφρων ο Σικυώνιος έγραψε ύμνο για τη… …   Dictionary of Greek

  • Γεννηματάς, Γεώργιος — (Αθήνα 1939 – 1994). Πολιτικός. Ήταν γιος του Θεόδωρου Γεννηματά, νομικού και οικονομολόγου από τη μεσσηνιακή Μάνη. Ακολούθησε σπουδές μηχανικού στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Άρχισε να δραστηριοποιείται πολιτικά το 1958 από τη νεολαία του… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Συνταγματική Ιστορία — Η ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ Σύντομη ανασκόπηση Το σύνταγμα είναι το σύνολο των κανόνων δικαίου με τους οποίους ρυθμίζεται η συγκρότηση και η άσκηση της κρατικής εξουσίας. Επομένως, η συνταγματική ιστορία είναι η ιστορία της κρατικής… …   Dictionary of Greek

  • ΕΟΦ — (Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων). Κρατικός οργανισμός που λειτουργεί ως νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου. Ιδρύθηκε με τον νόμο 1316/1983, υπάγεται στη δικαιοδοσία του υπουργείου Υγείας και Πρόνοιας και έχει ως αποστολή του την προστασία της δημόσιας… …   Dictionary of Greek

  • ιατρική — Η επιστήμη που μελετά τις ασθένειες και τη θεραπευτική τους αντιμετώπιση. Η ι. έχει τις απαρχές της στον πρωτόγονο άνθρωπο, όταν αυτός συνέλαβε την έννοια του φυσικού κακού από το οποίο υπέφερε και στη συνέχεια αναζήτησε και απέκτησε εμπειρικά τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”